- ερωτότροπος
- -η, -ο (Μ ἐρωτότροπος, -ον)ερωτιάρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < έρωτας + -τροπος < τρέπω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ερωτοτροπία — η το να φέρεται κάποιος ερωτικά, η επιδίωξη ερωτικών σχέσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτότροπος. Η λ. μαρτυρείται στον Ιω. Ισιδ. Σκυλίτση] … Dictionary of Greek
ερωτοτροπώ — έω μιλώ ή συμπεριφέρομαι ερωτικά σε κάποιο πρόσωπο, ζητώ να προκαλέσω με λόγια ή τρόπους την ερωτική συμπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτότροπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στον Ιω. Ισιδ. Σκυλίτση] … Dictionary of Greek